Ροδανθός. Ο δημοσιογράφος Τζέρι Τόμσον θα επιχειρήσει να χρησιμοποιήσει την τελευταία λέξη του μεγιστάνα Τσαρλς Φόστερ Κέιν ως μίτο της Αριάδνης σε μια δαιδαλώδη και επί της ουσίας απροσπέλαστη ζωή. Στο τέλος του μυθικού Πολίτη Κέιν, ο Τόμσον θα διαπιστώσει το ατελέσφορο του εγχειρήματος: Δεν μπορείς να φτάσεις στην όποια αλήθεια μιας ολόκληρης ζωής μέσω μίας και μόνης λέξης. Όμως, αυτή η μία και μόνη λέξη ήταν αρκετή στον Όρσον Ουέλς για να συνοψίσει το σχόλιο του πάνω σε μια ζωή, και εντέλει σε μια κοινωνία, που χάνεται στην απέραντη ερημιά του απόλυτου πλούτου. Στην ύστατη στιγμή, ένας άνθρωπος που απέκτησε ο,τιδήποτε μπορούσε να αγοραστεί, ανακαλεί το ταπεινό έλκηθρο της παιδικής ηλικίας του…
Πριν λίγους μήνες επισκέφτηκα τη βίλα Ιόλα στην Αγία Παρασκευή. Ήμουν μαζί με την Ομάδα Φιλοπάππου (http://filopapou.blogspot.com/), μια ομάδα καλλιτεχνών-ακτιβιστών που διεκδικεί τη μετατροπή του ερειπωμένου μεγάρου σε ανοιχτό δημόσιο χώρο καλλιτεχνικής δημιουργίας και κοινωνικής συνεύρεσης. Σχεδιασμένη από τον Πικιώνη και τον Τσαρούχη, η βίλα (ένα πραγματικό ανάκτορο στην πραγματικότητα) στέγασε την απίστευτη συλλογή έργων μοντέρνας τέχνης του Ιόλα. Οι πολλοί και διάσημοι που την επισκέφτηκαν ποτέ δεν έκρυψαν το θαυμασμό τους για την υψηλή αισθητική και τη βασιλική χλιδή αυτού του μοναδικού σπιτιού-μουσείου. Μετά το θάνατο του Ιόλα το 1987, η βίλα λεηλατήθηκε από συγγενείς και φίλους. Δεν κλάπηκαν μόνο τα πολύτιμα έργα τέχνης, αλλά ακόμα και οποιοδήποτε αντικείμενο θα μπορούσε να έχει αξία. Σήμερα, παραμένει μετέωρη σε μια γραφειοκρατική μαύρη τρύπα που δημιούργησαν το Υπουργείο Πολιτισμού και οι κληρονόμοι του Ιόλα.
Εκεί,. λοιπόν, στην Αγία Παρασκευή θυμήθηκα τον Ροδανθό. Βέβαια, ο Ιόλας δεν μπορεί να ταυτιστεί ακριβώς με τον Κέιν, με την έννοια ότι η ζωή του δεν υπήρξε αφιερωμένη μόνο στο χρήμα αλλά και στη μεγάλη τέχνη. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτός ο δαιμόνιος τύπος που οργάνωσε την πρώτη ατομική έκθεση του Άντι Γουόχολ, έχει συμβάλει όσο λίγοι στη διαμόρφωση του σύγχρονου εικαστικού βλέμματος. Και όμως… στην αυλή με την οργιαστική, πλέον, βλάστηση και μετά, στο βεβηλωμένο ανάκτορο, δεν μπορούσα να μην κάνω στενάχωρες σκέψεις για ότι δεν βρέθηκε κανένας να υπερασπιστεί το σπίτι του Ιόλα από τη λεηλασία. Ίσως βέβαια φταίει το ότι πέθανε στην Ελλάδα, στη χώρα που δεν καταξιώθηκε για τη δουλειά του αλλά συκοφαντήθηκε για την προσωπική ζωή του. Όμως η γεωγραφία ως ατύχημα, εξηγεί τη στάση του κράτους, όχι των οικείων του. Και περπατώντας σε αυτό το ερειπωμένο παλάτι από όπου έχουν ξηλωθεί ακόμα και τα κάγκελα, και όπου όταν πια δεν είχε μείνει τίποτα για να κλαπεί βάλανε και μια φωτιά να το κάψουν, δεν μπορούσα να μη σκεφτώ ότι ο πάμπλουτος Ιόλας δεν είχε την τύχη που έχουν κάποιοι άλλοι πολύ πιο ταπεινοί: έναν άνθρωπο δικό του να μαζέψει τα χαρτιά του, να βάλει στο κουτί τα μπιχλιμπίδια που ήταν πάνω στη βιβλιοθήκη, να φυλάξει τα ρούχα του για να μείνει η μυρωδιά του στην ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας.
Δεν συμμερίζομαι την άποψη του «πτωχοί πλην τίμιοι και ευτυχισμένοι». Η φτώχεια είναι μια αθλιότητα χωρίς ίχνος μεγαλείου. Όμως, σε εκείνο το ανάκτορο της απέραντης ερημιάς, αναρωτιόμουν αν ο Ιόλας πεθαίνοντας σκέφτηκε το δικό του Ροδανθό. Και με αυτό το στενάχωρο συναίσθημα, χαιρέτησα τους καλλιτέχνες και έφυγα.
Γιάννης Αλμπάνης